- θρασυμήχανος
- θρασυμήχανος και δωρ. τύπος θρασυμάχανος, -ον (Α)αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ-* + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. α-μήχανος, πολυ-μήχανος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρασυμήχανος — bold in contriving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
θρασυμαχάνων — θρασυμᾱχάνων , θρασυμήχανος bold in contriving masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυμάχανος — θρασυμά̱χανος , θρασυμήχανος bold in contriving masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)